Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfemminilizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [femminilidˈdzare] 1 προσδίνω θηλυκό χαρακτήρα 2 εκθηλύνω 3 καθιστώ κάποιον θηλυπρεπή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |