Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfemmìneo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [femˈmineo] 1 θηλυκός 2 γυναικίσιος 3 γυναικείος 4 γυναικίστικος 5 θηλυπρεπής 6 γυναικωτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |