Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fenacetìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fenaʧeˈtina]

Φαινακετίνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  femore fenantrene  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

femminismo (ουσ αρσ )
femminista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
femminuccia (θηλ.ουσ)
femorale (αρσ. επίθ και ουσ)
femore (ουσ αρσ )
fenacetina (θηλ.ουσ)
fenantrene (ουσ αρσ )
fenato (ουσ αρσ )
fendente (αρσ. επίθ και ουσ)
fendere (ρ. μτβ.)
fendersi (ρ.μ. (αντων.))
fendinebbia (αρσ. επίθ και ουσ)
fenditore (αρσ. επίθ και ουσ)
fenditura (θηλ.ουσ)
fenicato (επίθ.)
fenice (θηλ.ουσ)
fenicio (αρσ. επίθ και ουσ)
fenico (επίθ.)
fenicottero (ουσ αρσ )
fenile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---