Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfenicàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [feniˈkato] 1 φαινολικός (οξύ) 2 φαινικός (οξύ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |