Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fenologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fenoloˈʤia]

1 φαινολογία
2 μελέτη φυσικών φαινομένων που συμβαίνουν περιοδικά όπως ή άνθηση και η αποδημία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fenolo fenologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fenile (ουσ αρσ )
fenilico (επίθ.)
fenix (θηλ.ουσ)
fenolico (επίθ.)
fenolo (ουσ αρσ )
fenologia (θηλ.ουσ)
fenologico (επίθ.)
fenomenale (επίθ.)
fenomenico (επίθ.)
fenomenismo (ουσ αρσ )
fenomeno (ουσ αρσ )
fenomenologia (θηλ.ουσ)
fenomenologico (επίθ.)
fenotipo (ουσ αρσ )
ferace (επίθ.)
feracità (θηλ.ουσ)
ferale (επίθ.)
feretro (ουσ αρσ )
feria (θηλ.ουσ)
feriale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---