Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fenotìpo, fenòtipo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fenoˈtipo], [feˈnɔtipo]

φαινότυπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fenomenologico ferace  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fenomenico (επίθ.)
fenomenismo (ουσ αρσ )
fenomeno (ουσ αρσ )
fenomenologia (θηλ.ουσ)
fenomenologico (επίθ.)
fenotipo (ουσ αρσ )
ferace (επίθ.)
feracità (θηλ.ουσ)
ferale (επίθ.)
feretro (ουσ αρσ )
feria (θηλ.ουσ)
feriale (επίθ.)
ferie (θηλ. ουσ πληθ.)
ferimento (ουσ αρσ )
ferinità (θηλ.ουσ)
ferino (επίθ.)
ferire (ρ. μτβ.)
ferirsi (ρ.μ. (αντων.))
ferita (θηλ.ουσ)
ferito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---