Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ferìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [feˈrire]

1 τραυματίζω
2 (anche in senso figurato) πληγώνω

ferirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [feˈrirsi]

1 λαβώνομαι
2 τραυματίζομαι
3 πληγώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ferino ferita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

feriale (επίθ.)
ferie (θηλ. ουσ πληθ.)
ferimento (ουσ αρσ )
ferinità (θηλ.ουσ)
ferino (επίθ.)
ferire (ρ. μτβ.)
ferirsi (ρ.μ. (αντων.))
ferita (θηλ.ουσ)
ferito (ουσ αρσ )
ferito (επίθ.)
feritoia (θηλ.ουσ)
feritore (αρσ. επίθ και ουσ)
ferma (θηλ.ουσ)
fermacarro (ουσ αρσ )
fermacarte (ουσ αρσ )
fermacravatta (ουσ αρσ )
fermaglio (ουσ αρσ )
fermaimposte (ουσ αρσ )
fermalibri (ουσ αρσ )
fermamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---