Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfermàglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ferˈmaʎʎo] 1 (per fogli) ο συνδετήρας 2 (per capelli) το κοκαλάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |