Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fermàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ferˈmaʎʎo]

1 (per fogli) ο συνδετήρας
2 (per capelli) το κοκαλάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fermacravatta fermaimposte  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

feritore (αρσ. επίθ και ουσ)
ferma (θηλ.ουσ)
fermacarro (ουσ αρσ )
fermacarte (ουσ αρσ )
fermacravatta (ουσ αρσ )
fermaglio (ουσ αρσ )
fermaimposte (ουσ αρσ )
fermalibri (ουσ αρσ )
fermamente (επίρ.)
fermanello (ουσ αρσ )
fermaporta (ουσ αρσ )
fermare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
fermata (θηλ.ουσ)
fermato (αρσ. επίθ και ουσ)
fermatura (θηλ.ουσ)
fermentabile (επίθ.)
fermentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fermentativo (επίθ.)
fermentato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---