Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fermatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fermaˈtura]

στερέωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fermato fermentabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fermaporta (ουσ αρσ )
fermare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
fermata (θηλ.ουσ)
fermato (αρσ. επίθ και ουσ)
fermatura (θηλ.ουσ)
fermentabile (επίθ.)
fermentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fermentativo (επίθ.)
fermentato (επίθ.)
fermentatore (ουσ αρσ )
fermentazione (θηλ.ουσ)
fermento (ουσ αρσ )
fermezza (θηλ.ουσ)
fermio (ουσ αρσ )
fermione (ουσ αρσ )
fermo (ουσ αρσ )
fermo (επίθ.)
feroce (επίθ.)
ferocemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---