Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfermentàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [fermenˈtare] 1 ζυμώνω 2 υφίσταμαι ζύμωση 3 παθαίνω ζύμωση 4 φουσκώνω λόγω ζύμωσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |