Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fermàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ferˈmato]

1 κρατούμενος
2 πολιτικός κρατούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fermata fermatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fermanello (ουσ αρσ )
fermaporta (ουσ αρσ )
fermare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
fermata (θηλ.ουσ)
fermato (αρσ. επίθ και ουσ)
fermatura (θηλ.ουσ)
fermentabile (επίθ.)
fermentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fermentativo (επίθ.)
fermentato (επίθ.)
fermentatore (ουσ αρσ )
fermentazione (θηλ.ουσ)
fermento (ουσ αρσ )
fermezza (θηλ.ουσ)
fermio (ουσ αρσ )
fermione (ουσ αρσ )
fermo (ουσ αρσ )
fermo (επίθ.)
feroce (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---