Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ferménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ferˈmento]

η ζύμη, το ένζυμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fermentazione fermezza  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fermenti [αρσ. πλυθ.] lattici = τα γαλακτικά ένζυμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fermentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fermentativo (επίθ.)
fermentato (επίθ.)
fermentatore (ουσ αρσ )
fermentazione (θηλ.ουσ)
fermento (ουσ αρσ )
fermezza (θηλ.ουσ)
fermio (ουσ αρσ )
fermione (ουσ αρσ )
fermo (ουσ αρσ )
fermo (επίθ.)
feroce (επίθ.)
ferocemente (επίρ.)
ferocia (θηλ.ουσ)
ferodo (ουσ αρσ )
ferracavallo (ουσ αρσ )
ferraccio (ουσ αρσ )
ferraglia (θηλ.ουσ)
ferragostano (επίθ.)
ferragosto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---