Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ferràglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ferˈraʎʎa]

σίδηρος από διάλυση (πλοίου ή οχήματος κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ferraccio ferragostano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ferocemente (επίρ.)
ferocia (θηλ.ουσ)
ferodo (ουσ αρσ )
ferracavallo (ουσ αρσ )
ferraccio (ουσ αρσ )
ferraglia (θηλ.ουσ)
ferragostano (επίθ.)
ferragosto (ουσ αρσ )
ferraio (ουσ αρσ )
ferraiolo (ουσ αρσ )
ferrame (ουσ αρσ )
ferramenta (ουσ αρσ και θηλ.)
ferramento (ουσ αρσ )
ferrare (ρ. μτβ.)
ferrareccia (θηλ.ουσ)
ferrata (θηλ.ουσ)
ferrato (επίθ.)
ferratura (θηλ.ουσ)
ferravecchio (ουσ αρσ )
ferreo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---