Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ferràccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ferˈratʧo]

1 σίδηρος από διάλυση (πλοίου ή οχήματος κλπ)
2 σίδερο σε χελώνες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ferracavallo ferraglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

feroce (επίθ.)
ferocemente (επίρ.)
ferocia (θηλ.ουσ)
ferodo (ουσ αρσ )
ferracavallo (ουσ αρσ )
ferraccio (ουσ αρσ )
ferraglia (θηλ.ουσ)
ferragostano (επίθ.)
ferragosto (ουσ αρσ )
ferraio (ουσ αρσ )
ferraiolo (ουσ αρσ )
ferrame (ουσ αρσ )
ferramenta (ουσ αρσ και θηλ.)
ferramento (ουσ αρσ )
ferrare (ρ. μτβ.)
ferrareccia (θηλ.ουσ)
ferrata (θηλ.ουσ)
ferrato (επίθ.)
ferratura (θηλ.ουσ)
ferravecchio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---