Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόférmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfermo] (di porta) στερέωμα férmo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈfermo] 1 (persona, veicolo, meccanismo) σταματημένος (-η, -ο) 2 (voce, mano) σταθερός (-ή, -ό) 3 (immobile) ακίνητος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfermo posta [αρσ.] = το ποστ ρεστάν || stare fermo = μένω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |