Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fermacàrro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,fermaˈkarro]

στοπ που μειώνει την ισχύ χτυπήματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ferma fermacarte  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ferito (ουσ αρσ )
ferito (επίθ.)
feritoia (θηλ.ουσ)
feritore (αρσ. επίθ και ουσ)
ferma (θηλ.ουσ)
fermacarro (ουσ αρσ )
fermacarte (ουσ αρσ )
fermacravatta (ουσ αρσ )
fermaglio (ουσ αρσ )
fermaimposte (ουσ αρσ )
fermalibri (ουσ αρσ )
fermamente (επίρ.)
fermanello (ουσ αρσ )
fermaporta (ουσ αρσ )
fermare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
fermata (θηλ.ουσ)
fermato (αρσ. επίθ και ουσ)
fermatura (θηλ.ουσ)
fermentabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---