Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


feritóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [feriˈtore]

αυτός που πληγώνει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  feritoia ferma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ferirsi (ρ.μ. (αντων.))
ferita (θηλ.ουσ)
ferito (ουσ αρσ )
ferito (επίθ.)
feritoia (θηλ.ουσ)
feritore (αρσ. επίθ και ουσ)
ferma (θηλ.ουσ)
fermacarro (ουσ αρσ )
fermacarte (ουσ αρσ )
fermacravatta (ουσ αρσ )
fermaglio (ουσ αρσ )
fermaimposte (ουσ αρσ )
fermalibri (ουσ αρσ )
fermamente (επίρ.)
fermanello (ουσ αρσ )
fermaporta (ουσ αρσ )
fermare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fermarsi (ρ. μ. αμτβ.)
fermata (θηλ.ουσ)
fermato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---