Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fenìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [feˈnile]

φαινύλιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fenicottero fenilico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fenicato (επίθ.)
fenice (θηλ.ουσ)
fenicio (αρσ. επίθ και ουσ)
fenico (επίθ.)
fenicottero (ουσ αρσ )
fenile (ουσ αρσ )
fenilico (επίθ.)
fenix (θηλ.ουσ)
fenolico (επίθ.)
fenolo (ουσ αρσ )
fenologia (θηλ.ουσ)
fenologico (επίθ.)
fenomenale (επίθ.)
fenomenico (επίθ.)
fenomenismo (ουσ αρσ )
fenomeno (ουσ αρσ )
fenomenologia (θηλ.ουσ)
fenomenologico (επίθ.)
fenotipo (ουσ αρσ )
ferace (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---