Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fenditùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fendiˈtura]

1 σχισματιά
2 ραγάδα
3 ρωγμή
4 σκισιματιά
5 χαραγή
6 χαραμάδα
7 σκισμάδα
8 χαραγματιά
9 σχισμή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fenditore fenicato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fendente (αρσ. επίθ και ουσ)
fendere (ρ. μτβ.)
fendersi (ρ.μ. (αντων.))
fendinebbia (αρσ. επίθ και ουσ)
fenditore (αρσ. επίθ και ουσ)
fenditura (θηλ.ουσ)
fenicato (επίθ.)
fenice (θηλ.ουσ)
fenicio (αρσ. επίθ και ουσ)
fenico (επίθ.)
fenicottero (ουσ αρσ )
fenile (ουσ αρσ )
fenilico (επίθ.)
fenix (θηλ.ουσ)
fenolico (επίθ.)
fenolo (ουσ αρσ )
fenologia (θηλ.ουσ)
fenologico (επίθ.)
fenomenale (επίθ.)
fenomenico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---