Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fendènte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fenˈdɛnte]

προς τα κάτω ξαφνικό χτύπημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fenato fendere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

femorale (αρσ. επίθ και ουσ)
femore (ουσ αρσ )
fenacetina (θηλ.ουσ)
fenantrene (ουσ αρσ )
fenato (ουσ αρσ )
fendente (αρσ. επίθ και ουσ)
fendere (ρ. μτβ.)
fendersi (ρ.μ. (αντων.))
fendinebbia (αρσ. επίθ και ουσ)
fenditore (αρσ. επίθ και ουσ)
fenditura (θηλ.ουσ)
fenicato (επίθ.)
fenice (θηλ.ουσ)
fenicio (αρσ. επίθ και ουσ)
fenico (επίθ.)
fenicottero (ουσ αρσ )
fenile (ουσ αρσ )
fenilico (επίθ.)
fenix (θηλ.ουσ)
fenolico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---