Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fenantrène  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fenanˈtrɛne]

φαινανθρακένιο C_14H_10 (ισομερές του ανθρακενίου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fenacetina fenato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

femminista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
femminuccia (θηλ.ουσ)
femorale (αρσ. επίθ και ουσ)
femore (ουσ αρσ )
fenacetina (θηλ.ουσ)
fenantrene (ουσ αρσ )
fenato (ουσ αρσ )
fendente (αρσ. επίθ και ουσ)
fendere (ρ. μτβ.)
fendersi (ρ.μ. (αντων.))
fendinebbia (αρσ. επίθ και ουσ)
fenditore (αρσ. επίθ και ουσ)
fenditura (θηλ.ουσ)
fenicato (επίθ.)
fenice (θηλ.ουσ)
fenicio (αρσ. επίθ και ουσ)
fenico (επίθ.)
fenicottero (ουσ αρσ )
fenile (ουσ αρσ )
fenilico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---