Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfemminùccia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [femmiˈnutʧa] 1 πουσταριό 2 πούστης 3 θηλυπρεπής άντρας 4 κοριτσάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |