Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


femminùccia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [femmiˈnutʧa]

1 πουσταριό
2 πούστης
3 θηλυπρεπής άντρας
4 κοριτσάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  femminista femorale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

femminilizzazione (θηλ.ουσ)
femminilmente (επίρ.)
femminino (επίθ.)
femminismo (ουσ αρσ )
femminista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
femminuccia (θηλ.ουσ)
femorale (αρσ. επίθ και ουσ)
femore (ουσ αρσ )
fenacetina (θηλ.ουσ)
fenantrene (ουσ αρσ )
fenato (ουσ αρσ )
fendente (αρσ. επίθ και ουσ)
fendere (ρ. μτβ.)
fendersi (ρ.μ. (αντων.))
fendinebbia (αρσ. επίθ και ουσ)
fenditore (αρσ. επίθ και ουσ)
fenditura (θηλ.ουσ)
fenicato (επίθ.)
fenice (θηλ.ουσ)
fenicio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---