Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fellonìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [felloˈnia]

1 προδοσία
2 αθέτηση ηθικών αρχών
3 σπιουνιά
4 χαφιεδισμός
5 ρουφιανιά
6 απεμπόληση
7 μηδισμός
8 παράδοση μυστικών σε εχθρούς
9 κάρφωμα (μεταφορικά)
10 εγκατάλειψη σε ώρα ανάγκης
11 κατάδοση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fellonesco felpa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

felino (επίθ.)
fellà (ουσ αρσ και θηλ.)
fellah (ουσ αρσ και θηλ.)
fellone (αρσ. επίθ και ουσ)
fellonesco (επίθ.)
fellonia (θηλ.ουσ)
felpa (θηλ.ουσ)
felpato (ουσ αρσ )
felpato (επίθ.)
feltrare (ρ. μτβ.)
feltratura (θηλ.ουσ)
feltro (ουσ αρσ )
feluca (θηλ.ουσ)
felze (ουσ αρσ )
femmina (θηλ.ουσ)
femminella (θηλ.ουσ)
femmineo (επίθ.)
femminile (ουσ αρσ )
femminile (επίθ.)
femminilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---