ItalianoGreco


felìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [feˈlino]

αιλουροειδές

felìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [feˈlino]

1 λαθραίος
2 επίβουλος
3 απαρατήρητος
4 γατίσιος
5 αιλουροειδής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---