Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


felìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [feˈlino]

αιλουροειδές

felìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [feˈlino]

1 λαθραίος
2 επίβουλος
3 απαρατήρητος
4 γατίσιος
5 αιλουροειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  felidi fellà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

felicemente (επίρ.)
felicità (θηλ.ουσ)
felicitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
felicitazione (θηλ.ουσ)
felidi (ουσ αρσ πληθ.)
felino (ουσ αρσ )
felino (επίθ.)
fellà (ουσ αρσ και θηλ.)
fellah (ουσ αρσ και θηλ.)
fellone (αρσ. επίθ και ουσ)
fellonesco (επίθ.)
fellonia (θηλ.ουσ)
felpa (θηλ.ουσ)
felpato (ουσ αρσ )
felpato (επίθ.)
feltrare (ρ. μτβ.)
feltratura (θηλ.ουσ)
feltro (ουσ αρσ )
feluca (θηλ.ουσ)
felze (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---