Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfegatàccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fegaˈtatʧo] 1 παράτολμος 2 απόκοτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |