Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fèdera  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɛdera]

η μαξιλαροθήκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fedeltà federale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fedecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)
fedele (ουσ αρσ και θηλ.)
fedele (επίθ.)
fedelmente (επίρ.)
fedeltà (θηλ.ουσ)
federa (θηλ.ουσ)
federale (αρσ. επίθ και ουσ)
federalismo (ουσ αρσ )
federalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
federalistico (επίθ.)
federare (ρ. μτβ.)
federarsi (ρ. μ. αμτβ.)
federativo (επίθ.)
federato (επίθ.)
federazione (θηλ.ουσ)
fedifrago (επίθ.)
fedina (θηλ.ουσ)
Fedra (κύρ.όν. θηλ.)
fegataccio (ουσ αρσ )
fegatella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---