Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fazzolétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fattsoˈletto]

1 το μαντήλι
2 (di carta) το χαρτομάντιλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fazioso febbraio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fax (ουσ αρσ )
fazione (θηλ.ουσ)
faziosità (θηλ.ουσ)
fazioso (ουσ αρσ )
fazioso (επίθ.)
fazzoletto (ουσ αρσ )
febbraio (ουσ αρσ )
febbre (θηλ.ουσ)
febbriciattola (θηλ.ουσ)
febbricitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
febbricola (θηλ.ουσ)
febbrifugo (επίθ.)
febbrile (επίθ.)
febbrilmente (επίρ.)
febbrone (ουσ αρσ )
Febe (κύρ.όν. θηλ.)
Febo (ουσ αρσ )
fecale (επίθ.)
feccia (θηλ.ουσ)
feccioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---