Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fazióso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fatˈtsjoso], [fatˈtsjoso]

1 φατριαστής
2 φραξιονιστής

fazióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fatˈtsjoso], [fatˈtsjoso]

1 φραξιονιστικός
2 φατριαστικός
3 στασιαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  faziosità fazzoletto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

favorito (ουσ αρσ )
favorito (επίθ.)
fax (ουσ αρσ )
fazione (θηλ.ουσ)
faziosità (θηλ.ουσ)
fazioso (ουσ αρσ )
fazioso (επίθ.)
fazzoletto (ουσ αρσ )
febbraio (ουσ αρσ )
febbre (θηλ.ουσ)
febbriciattola (θηλ.ουσ)
febbricitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
febbricola (θηλ.ουσ)
febbrifugo (επίθ.)
febbrile (επίθ.)
febbrilmente (επίρ.)
febbrone (ουσ αρσ )
Febe (κύρ.όν. θηλ.)
Febo (ουσ αρσ )
fecale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---