Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfavorìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [favoˈrito] 1 φαβορίτα 2 κανακάρης 3 φαβορί 4 χαὶδεμένος favorìto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [favoˈrito] προτιμώμενος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |