Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


favoreggiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [favoredʤaˈtore]

1 υποβοηθητικός
2 υποστηρικτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  favoreggiare favorevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

favoloso (επίθ.)
favonio (ουσ αρσ )
favore (ουσ αρσ )
favoreggiamento (ουσ αρσ )
favoreggiare (ρ. μτβ.)
favoreggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
favorevole (επίθ.)
favorire (ρ. μτβ.)
favorita (θηλ.ουσ)
favoritismo (ουσ αρσ )
favorito (ουσ αρσ )
favorito (επίθ.)
fax (ουσ αρσ )
fazione (θηλ.ουσ)
faziosità (θηλ.ουσ)
fazioso (ουσ αρσ )
fazioso (επίθ.)
fazzoletto (ουσ αρσ )
febbraio (ουσ αρσ )
febbre (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---