Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


febbrìcola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [febˈbrikola]

ελαφρύς πυρετός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  febbricitante febbrifugo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fazzoletto (ουσ αρσ )
febbraio (ουσ αρσ )
febbre (θηλ.ουσ)
febbriciattola (θηλ.ουσ)
febbricitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
febbricola (θηλ.ουσ)
febbrifugo (επίθ.)
febbrile (επίθ.)
febbrilmente (επίρ.)
febbrone (ουσ αρσ )
Febe (κύρ.όν. θηλ.)
Febo (ουσ αρσ )
fecale (επίθ.)
feccia (θηλ.ουσ)
feccioso (επίθ.)
fecciume (ουσ αρσ )
feci (θηλ. ουσ πληθ.)
feciale (ουσ αρσ )
fecola (θηλ.ουσ)
fecondabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---