Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

distànte (επίθ.) distimìa (θηλ.ουσ)
distànte (επίρ.) distìnguere (ρ. μτβ.)
distànza (θηλ.ουσ) distinguersi (ρ.μ. (αντων.))
distanziaménto (ουσ αρσ ) distinguìbile (επίθ.)
distanziàre (ρ. μτβ.) distìnta (θηλ.ουσ)
distanziatóre (αρσ. επίθ και ουσ) distintaménte (επίρ.)
distanziomètrico (επίθ.) distintìssimo (επίθ.)
distanziòmetro (ουσ αρσ ) distintìvo (ουσ αρσ )
distàre (ρ.αμτβ.) distintìvo (επίθ.)
distèndere (ρ. μτβ.) distìnto (αρσ. επίθ και ουσ)
distèndersi (ρ. μ. αμτβ.) distinzióne (θηλ.ουσ)
distensióne (θηλ.ουσ) distògliere (ρ. μτβ.)
distensìvo (επίθ.) dìstoma (ουσ αρσ )
distésa (θηλ.ουσ) distomatòsi (θηλ.ουσ)
distesaménte (επίρ.) distonìa (θηλ.ουσ)
distéso (αρσ. επίθ και ουσ) distònico (αρσ. επίθ και ουσ)
dìstico (ουσ αρσ ) distòrcere (ρ. μτβ.)
distillàbile (επίθ.) distorcersi (ρ.μ. (αντων.))
distillàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) distornàre (ρ. μτβ.)
distillàto (αρσ. επίθ και ουσ) distorsióne (θηλ.ουσ)
distillatóio (ουσ αρσ ) distòrto (επίθ.)
distillatóre (αρσ. επίθ και ουσ) distràrre (ρ. μτβ.)
distillazióne (θηλ.ουσ) distrarsi (ρ.μ. (αντων.))
distillerìa (θηλ.ουσ) distrattaménte (επίρ.)
dìstilo (αρσ. επίθ και ουσ) distràtto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: