Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dèstro (επίθ.) deterioràre (ρ. μτβ.)
destrocardìa (θηλ.ουσ) deteriorarsi (ρ.μ. (αντων.))
destrogìro (επίθ.) deterioràto (επίθ.)
destròide (ουσ αρσ και θηλ.) deteriorazióne (θηλ.ουσ)
destròide (επίθ.) deterióre (επίθ.)
destròrso (αρσ. επίθ και ουσ) determinàbile (επίθ.)
destròsio (ουσ αρσ ) determinànte (ουσ αρσ )
desuèto (επίθ.) determinànte (επίθ.)
desuetùdine (θηλ.ουσ) determinàre (ρ. μτβ.)
desùmere (ρ. μτβ.) determinarsi (ρ.μ. (αντων.))
desumìbile (επίθ.) determinataménte (επίρ.)
desùnto (επίθ.) determinatézza (θηλ.ουσ)
detassazióne (θηλ.ουσ) determinatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
detective (ουσ αρσ ) determinàto (επίθ.)
detector (ουσ αρσ ) determinatóre (ουσ αρσ )
detenére (ρ. μτβ.) determinatóre (επίθ.)
detentìvo (επίθ.) determinazióne (θηλ.ουσ)
detentóre (αρσ. επίθ και ουσ) determinìsmo (ουσ αρσ )
detenùto (αρσ. επίθ και ουσ) determinìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
detenzióne (θηλ.ουσ) determinìstico (επίθ.)
detergènte (ουσ αρσ ) deterrènte (ουσ αρσ )
detergènte (επίθ.) deterrènte (επίθ.)
detèrgere (ρ. μτβ.) detersióne (θηλ.ουσ)
deterioràbile (επίθ.) detersìvo (ουσ αρσ )
deterioraménto (ουσ αρσ ) detersìvo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: