Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conseguènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) conservàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
conseguenteménte (επίρ.) conservatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
conseguènza (θηλ.ουσ) conservàto (επίθ.)
conseguenziàle (επίθ.) conservatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
conseguìbile (επίθ.) conservatòrio (αρσ. επίθ και ουσ)
conseguiménto (ουσ αρσ ) conservatorìsmo (ουσ αρσ )
conseguìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) conservazióne (θηλ.ουσ)
consensìvo (επίθ.) conservière (ουσ αρσ )
consènso (ουσ αρσ ) conservièro (επίθ.)
consensuàle (επίθ.) conservifìcio (ουσ αρσ )
consentaneaménte (επίρ.) consèsso (ουσ αρσ )
consentaneità (θηλ.ουσ) consideràbile (επίθ.)
consentàneo (επίθ.) consideràre (ρ. μτβ.)
consentiménto (ουσ αρσ ) consideràrsi (ρ. μ. αμτβ.)
consentìre (ρ.αμτβ.) considerataménte (επίρ.)
consentìre (ρ. μτβ.) consideratézza (θηλ.ουσ)
consenziènte (επίθ.) consideràto (επίθ.)
consequenziàle (επίθ.) considerazióne (θηλ.ουσ)
consèrto (ουσ αρσ ) considerévole (επίθ.)
consèrto (επίθ.) consigliàbile (επίθ.)
consèrva (θηλ.ουσ) consigliàre (ρ. μτβ.)
conservàbile (επίθ.) consigliàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
conservànte (ουσ αρσ ) consiglière (ουσ αρσ )
conservànte (επίθ.) consìglio (ουσ αρσ )
conservàre (ρ. μτβ.) consiliàre (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: