Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arcidiaconàto, arcidiaconàto (ουσ αρσ ) ardenteménte (επίρ.)
arcidiàcono, arcidiàcono (ουσ αρσ ) ardènza (θηλ.ουσ)
arcidiàvolo (ουσ αρσ ) àrdere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arcidùca (ουσ αρσ ) ardèsia (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
arciducàle (επίθ.) ardiménto (ουσ αρσ )
arciducàto (ουσ αρσ ) ardimentóso (επίθ.)
arciduchéssa (θηλ.ουσ) ardìre (ουσ αρσ )
arcière (ουσ αρσ ) ardìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arcìgno (επίθ.) arditézza (θηλ.ουσ)
arcimilionàrio (αρσ. επίθ και ουσ) ardìto (αρσ. επίθ και ουσ)
arcinòto (επίθ.) ardóre (ουσ αρσ )
arcióne (ουσ αρσ ) arduità (θηλ.ουσ)
arcipèlago (ουσ αρσ ) àrduo (επίθ.)
arcipresso (ουσ αρσ ) àrsi (θηλ.ουσ)
arciprète (ουσ αρσ ) àrea (θηλ.ουσ)
arcivescovàdo (ουσ αρσ ) areligióso (επίθ.)
arcivescovàto (ουσ αρσ ) àrem (ουσ αρσ )
arcivescovìle (επίθ.) aréna (θηλ.ουσ)
arcivéscovo (ουσ αρσ ) arenaménto (ουσ αρσ )
àrco (ουσ αρσ ) arenàre (ρ.αμτβ.)
arcobaléno (ουσ αρσ ) arenàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
arcolàio (ουσ αρσ ) arenària (θηλ.ουσ)
arcontàto (ουσ αρσ ) arenàrio (επίθ.)
arcónte (ουσ αρσ ) aréngo (ουσ αρσ )
arcuàrsi (ρ. μ. αμτβ.) arenìle (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: