Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vasopressìna (θηλ.ουσ) vecchiòtto (επίθ.)
vassallàggio (ουσ αρσ ) vecchiùme (ουσ αρσ )
vassallàtico (αρσ. επίθ και ουσ) véccia (θηλ.ουσ)
vassàllo (ουσ αρσ ) vecciàto (αρσ. επίθ και ουσ)
vassàllo (επίθ.) veccióso (επίθ.)
vassóio, vassòio (ουσ αρσ ) véce (θηλ.ουσ)
vastaménte (επίρ.) vèda (ουσ αρσ )
vastità (θηλ.ουσ) vedènte (αρσ. επίθ και ουσ)
vàsto (επίθ.) vedére (ρ. μτβ.)
vàte (ουσ αρσ ) vedersi (ρ.μ. (αντων.))
vaticanìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) vedétta (θηλ.ουσ)
vaticàno (ουσ αρσ ) vedette (θηλ.ουσ)
vaticàno (επίθ.) vèdico (αρσ. επίθ και ουσ)
vaticinànte (επίθ.) védova (θηλ.ουσ)
vaticinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) vedovànza (θηλ.ουσ)
vaticìnio (ουσ αρσ ) vedovàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaudeville (ουσ αρσ ) vedovìle (ουσ αρσ )
ve (αντων.) vedovìle (επίθ.)
vècchia (θηλ.ουσ) védovo (ουσ αρσ )
vecchiàia (θηλ.ουσ) védovo (επίθ.)
vecchiàrdo (ουσ αρσ ) vedrétta (θηλ.ουσ)
vecchierèllo (ουσ αρσ ) vedùta (θηλ.ουσ)
vecchiézza (θηλ.ουσ) vedutìsmo (ουσ αρσ )
vécchio (ουσ αρσ ) vedutìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
vècchio (επίθ.) veemènte (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: