Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stilìstico (επίθ.) stimàto (επίθ.)
stilìta (αρσ. επίθ και ουσ) stimatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
stilìte (αρσ. επίθ και ουσ) stimolànte (ουσ αρσ )
stilizzàre (ρ. μτβ.) stimolànte (επίθ.)
stilizzàto (επίθ.) stimolàre (ρ. μτβ.)
stilizzazióne (θηλ.ουσ) stimolatóre (ουσ αρσ )
stìlla (θηλ.ουσ) stimolatóre (επίθ.)
stillànte (επίθ.) stimolazióne (θηλ.ουσ)
stillàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) stìmolo (ουσ αρσ )
stillazióne (θηλ.ουσ) stincàta (θηλ.ουσ)
stilliberìsta (ουσ αρσ και θηλ.) stincatùra (θηλ.ουσ)
stillicìdio (ουσ αρσ ) stìnco (ουσ αρσ )
stilnovìsmo (ουσ αρσ ) stìngere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stilnovìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) stingersi (ρ.μ. (αντων.))
stilnovìstico (επίθ.) stìnto (επίθ.)
stilnòvo (ουσ αρσ ) stìpa (θηλ.ουσ)
stìlo (ουσ αρσ ) stipàre (ρ. μτβ.)
stilòbate (ουσ αρσ ) stiparsi (ρ.μ. (αντων.))
stilogràfica (θηλ.ουσ) stipàto (επίθ.)
stilogràfico (επίθ.) stipatùra (θηλ.ουσ)
stilòide (επίθ.) stipendiàre (ρ. μτβ.)
stìma (θηλ.ουσ) stipendiàto (ουσ αρσ )
stimàbile (επίθ.) stipendiàto (επίθ.)
stimabilità (θηλ.ουσ) stipèndio (ουσ αρσ )
stimàre (ρ. μτβ.) stipettàio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: