Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reclamànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) recriminatòrio (επίθ.)
reclamàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) recriminazióne (θηλ.ουσ)
réclame (θηλ. επίθ και ουσ) recrudescènza (θηλ.ουσ)
reclamìsta (ουσ αρσ και θηλ.) rècto (ουσ αρσ )
reclamìstico (επίθ.) redarguìbile, redarguìbile (επίθ.)
reclamizzàre (ρ. μτβ.) redarguìre, redarguìre (ρ. μτβ.)
reclàmo (ουσ αρσ ) redàtto (επίθ.)
reclinàbile (επίθ.) redattóre (ουσ αρσ )
reclinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) redazionàle (επίθ.)
reclinàto (επίθ.) redazióne (θηλ.ουσ)
reclìno (επίθ.) redditière (ουσ αρσ )
reclùdere (ρ. μτβ.) redditività (θηλ.ουσ)
reclusióne (θηλ.ουσ) redditìzio (επίθ.)
reclùso (ουσ αρσ ) rèddito (ουσ αρσ )
reclùso (επίθ.) redènto (επίθ.)
reclusòrio (ουσ αρσ ) redentóre (ουσ αρσ )
recluta (θηλ.ουσ) redentóre (επίθ.)
reclutaménto (ουσ αρσ ) redenzióne (θηλ.ουσ)
reclutàre (ρ. μτβ.) redìgere (ρ. μτβ.)
recòndito (αρσ. επίθ και ουσ) redìmere (ρ. μτβ.)
rècord (ουσ αρσ ) redimersi (ρ.μ. (αντων.))
recordìsta (ουσ αρσ και θηλ.) redimìbile (επίθ.)
recordman (ουσ αρσ ) redimibilità (θηλ.ουσ)
recriminàre (ρ.αμτβ.) rèdine (θηλ.ουσ)
recriminàre (ρ. μτβ.) redingote (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: