ItalianoGreco


redarguìbile, redarguìbile
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [redarguˈibile], [redarˈgwibile]

1 επιλήψιμος
2 φταίχτης
3 αξιόμεμπτος
4 μεμπτός
5 αξιοκατάκριτος
6 αυτός που χρειάζεται τιμωρία
7 κατακριτέος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---