Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rèddito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛddito]

το εισόδημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  redditizio redento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


denuncia [θηλ.] dei redditi = η φορολογική δήλωση || dichiarazione [θηλ.] dei redditi = η φορολογική δήλωση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

redazionale (επίθ.)
redazione (θηλ.ουσ)
redditiere (ουσ αρσ )
redditività (θηλ.ουσ)
redditizio (επίθ.)
reddito (ουσ αρσ )
redento (επίθ.)
redentore (ουσ αρσ )
redentore (επίθ.)
redenzione (θηλ.ουσ)
redigere (ρ. μτβ.)
redimere (ρ. μτβ.)
redimersi (ρ.μ. (αντων.))
redimibile (επίθ.)
redimibilità (θηλ.ουσ)
redine (θηλ.ουσ)
redingote (θηλ.ουσ)
redivivo (αρσ. επίθ και ουσ)
redolente (επίθ.)
reduce (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---