Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόredenzióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [redenˈtsjone] 1 απολύτρωση 2 απαλλαγή 3 λυτρωμός 4 λύτρωση 5 ελευθέρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |