Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


redenzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [redenˈtsjone]

1 απολύτρωση
2 απαλλαγή
3 λυτρωμός
4 λύτρωση
5 ελευθέρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  redentore redigere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

redditizio (επίθ.)
reddito (ουσ αρσ )
redento (επίθ.)
redentore (ουσ αρσ )
redentore (επίθ.)
redenzione (θηλ.ουσ)
redigere (ρ. μτβ.)
redimere (ρ. μτβ.)
redimersi (ρ.μ. (αντων.))
redimibile (επίθ.)
redimibilità (θηλ.ουσ)
redine (θηλ.ουσ)
redingote (θηλ.ουσ)
redivivo (αρσ. επίθ και ουσ)
redolente (επίθ.)
reduce (ουσ αρσ )
reduce (επίθ.)
reduplicare (ρ. μτβ.)
reduplicazione (θηλ.ουσ)
refe (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---