Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


redolènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [redoˈlɛnte]

1 ευωδιαστός
2 ροδομύριστος
3 μυρωμένος
4 ευώδης
5 εύοσμος
6 μυροβόλος
7 μοσχομυρισμένος
8 μοσχοβόλος
9 μυρωδάτος
10 μυροφόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  redivivo reduce  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

redimibile (επίθ.)
redimibilità (θηλ.ουσ)
redine (θηλ.ουσ)
redingote (θηλ.ουσ)
redivivo (αρσ. επίθ και ουσ)
redolente (επίθ.)
reduce (ουσ αρσ )
reduce (επίθ.)
reduplicare (ρ. μτβ.)
reduplicazione (θηλ.ουσ)
refe (ουσ αρσ )
referendum (ουσ αρσ )
referente (ουσ αρσ )
referente (επίθ.)
referenza (θηλ.ουσ)
referenziare (ρ.αμτβ.)
referenziare (ρ. μτβ.)
referto (ουσ αρσ )
refettorio (ουσ αρσ )
refezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---