Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


referènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [refeˈrɛnte]

αναφερόμενο αντικείμενο ή όρος γλωσσολογίας

referènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [refeˈrɛnte]

1 αναφερθείς
2 σχετικός
3 αναφερόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  referendum referenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reduce (επίθ.)
reduplicare (ρ. μτβ.)
reduplicazione (θηλ.ουσ)
refe (ουσ αρσ )
referendum (ουσ αρσ )
referente (ουσ αρσ )
referente (επίθ.)
referenza (θηλ.ουσ)
referenziare (ρ.αμτβ.)
referenziare (ρ. μτβ.)
referto (ουσ αρσ )
refettorio (ουσ αρσ )
refezione (θηλ.ουσ)
refilare (ρ. μτβ.)
refill (ουσ αρσ )
reflazionare (ρ. μτβ.)
reflazione (θηλ.ουσ)
reflazionistico (επίθ.)
reflex (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
refluo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---