Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rèfluo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛfluo]

1 ρέων προς τις πηγές ποταμού
2 ρέων προς τα πίσω
3 ρέων αντίθετα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reflex refolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

refill (ουσ αρσ )
reflazionare (ρ. μτβ.)
reflazione (θηλ.ουσ)
reflazionistico (επίθ.)
reflex (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
refluo (αρσ. επίθ και ουσ)
refolo (ουσ αρσ )
refrain (ουσ αρσ )
refrattarietà (θηλ.ουσ)
refrattario (αρσ. επίθ και ουσ)
refrigerante (ουσ αρσ )
refrigerante (επίθ.)
refrigerare (ρ. μτβ.)
refrigerarsi (ρ.μ. (αντων.))
refrigerativo (επίθ.)
refrigerato (επίθ.)
refrigeratore (ουσ αρσ )
refrigeratore (επίθ.)
refrigerazione (θηλ.ουσ)
refrigerio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---