Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrèfluo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛfluo] 1 ρέων προς τις πηγές ποταμού 2 ρέων προς τα πίσω 3 ρέων αντίθετα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |