Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrefrigeratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [refriʤeraˈtore] 1 ψυκτήρας 2 ψυγείο 3 συσκευή ψύξης refrigeratóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [refriʤeraˈtore] 1 ψυκτικός 2 ψυχραντικός 3 δροσιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |