Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrefurtìva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [refurˈtiva] 1 λεία 2 λάφυρα 3 κλεμμένα αγαθά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |