Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrègamo, régamo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈrɛgamo], [ˈregamo] ρίγανη origanum vulgare permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |