Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reggicàlze  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,rɛdʤiˈkaltse]

1 ζαρτιέρα
2 καλτσοδέτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reggiano reggilibri  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reggersi (ρ.μ. (αντων.))
reggetta (θηλ.ουσ)
reggia (θηλ.ουσ)
reggiano (ουσ αρσ )
reggiano (επίθ.)
reggicalze (ουσ αρσ )
reggilibri (ουσ αρσ )
reggilibro (ουσ αρσ )
reggilume (ουσ αρσ )
reggimentale (επίθ.)
reggimento (ουσ αρσ )
reggino (ουσ αρσ )
reggino (επίθ.)
reggipancia (ουσ αρσ )
reggipenne (ουσ αρσ )
reggipetto (ουσ αρσ )
reggiseno (ουσ αρσ )
reggispinta (ουσ αρσ )
reggitesta (ουσ αρσ )
reggitore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---