Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


reggipètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [redʤiˈpɛtto]

λουρίδα στο στέρνο αλόγου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  reggipenne reggiseno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

reggimento (ουσ αρσ )
reggino (ουσ αρσ )
reggino (επίθ.)
reggipancia (ουσ αρσ )
reggipenne (ουσ αρσ )
reggipetto (ουσ αρσ )
reggiseno (ουσ αρσ )
reggispinta (ουσ αρσ )
reggitesta (ουσ αρσ )
reggitore (αρσ. επίθ και ουσ)
regia (θηλ.ουσ)
regia (θηλ.ουσ)
regicida (ουσ αρσ και θηλ.)
regicida (επίθ.)
regicidio (ουσ αρσ )
regimare (ρ. μτβ.)
regimazione (θηλ.ουσ)
regime (ουσ αρσ )
regina (θηλ.ουσ)
reginetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---