ItalianoGreco


reggìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [redˈʤino]

κάτοικος του Ρηγίου της Καλαβρίας

reggìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [redˈʤino]

ο του Ρηγίου της Καλαβρίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---